φιλοπρόοδος — η, ο, Ν 1. αυτός που αγαπά την πρόοδο 2. αυτός που συμβάλλει στην πρόοδο, προοδευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρόοδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
καθυστερημένος — η, ο 1. ασυγχρόνιστος, μη φιλοπρόοδος, οπισθοδρομικός: Ορισμένοι άνθρωποι είναι πολύ καθυστερημένοι. 2. αργοπορημένος: Πάλι καθυστερημένος έρχεσαι στο σχολείο σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προοδευτικός — ή, ό 1. αυτός που επιδιώκει την πρόοδο, ο φιλοπρόοδος. Είναι προοδευτικός γεωργός. 2. αυτός που έχει νεωτεριστικές ιδέες (αντίθ. συντηρητικός): Οι προοδευτικές απόψεις του προκαλούν αντιδράσεις. 3. αυτός που γίνεται, μεγαλώνει, αυξαίνει κατά… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)